λοφίδιον

λοφίδιον
λοφ-ίδιον [φῐ], τό, Dim. of
A

λόφος 11

, Ael.NA16.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοφίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφιδίου — λοφίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφιδίων — λοφίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφίδιο — το (Α λοφίδιον) [λόφος] μικρός λόφος, λοφίσκος νεοελλ. ανατ. έπαρμα που θυμίζει μικρό λόφο (α. «λοφίδιο τού προσωπικού νεύρου» β. «σπερματικό λοφίδιο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”